πλεονεξια

πλεονεξια
    πλεονεξία
    πλεον-εξία
    ион. πλεονεξίη ἥ
    1) жадность, своекорыстие
    

(πολυπραγμοσύνη καὴ π. Isocr.)

    οὐ μετὰ τῶν κειμένων νόμων ὠφελίας, ἀλλὰ παρὰ τοὺς καθεστῶτας πλεονεξίᾳ Thuc. — не в видах законной пользы, а из противозаконного своекорыстия;
    πλεονεξίαν ἀσκεῖν Plat. — предаваться стяжательству

    2) превосходство, преимущество, преобладание
    

(αἱ ἐν τῷ πολέμῳ πλεονεξίαι Isocr.)

    3) выгода, польза, благо
    

(αἱ δημόσιαι πλεονεξίαι Xen.)

    4) (пре)избыток, излишек
    

(π. καὴ ἀκοσμία Plut.)

    ἥ παρὰ φύσιν π. καὴ ἔνδειά τινος Plat. — противоестественный избыток или недостаток чего-л.

    5) лог. хитрость, уловка
    

αἱ ἐν τῷ πυνθάνεσθαι πλεονεξίαι Arst. — ловушки в вопросах (собеседника)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πλεονεξια" в других словарях:

  • πλεονεξία — πλεονεξίᾱ , πλεονεξία greediness fem nom/voc/acc dual πλεονεξίᾱ , πλεονεξία greediness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξία — η, ΝΜΑ [πλεονεκτώ] η ιδιότητα τού πλεονέκτη, η τάση να αποκτήσει κανείς κάτι που δεν τό δικαιούται (α. «πάντων δ αὐτῶν αἴτιον ἀρχὴ ἡ διὰ πλεονεξίαν καὶ φιλοτιμίαν», Θουκ. β. «ὁρᾱτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • πλεονεξίᾳ — πλεονεξίαι , πλεονεξία greediness fem nom/voc pl πλεονεξίᾱͅ , πλεονεξία greediness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξία — η το γνώρισμα του πλεονέκτη, απληστία, φιλαργυρία, ταμάχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεονεξίας — πλεονεξίᾱς , πλεονεξία greediness fem acc pl πλεονεξίᾱς , πλεονεξία greediness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξίαι — πλεονεξία greediness fem nom/voc pl πλεονεξίᾱͅ , πλεονεξία greediness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξίαν — πλεονεξίᾱν , πλεονεξία greediness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξιῶν — πλεονεξία greediness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξίαις — πλεονεξία greediness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξίη — πλεονεξία greediness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεξίην — πλεονεξία greediness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»